- κυλινδροειδής
- κυλινδροειδήςcylindricalmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλινδροειδής — ές (Α κυλινδροειδής, ές) αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές… … Dictionary of Greek
κυλινδροειδῆ — κυλινδροειδής cylindrical neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κυλινδροειδής cylindrical masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κυλινδροειδής cylindrical masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδεῖ — κυλινδροειδής cylindrical masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κυλινδροειδής cylindrical masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδές — κυλινδροειδής cylindrical masc/fem voc sg κυλινδροειδής cylindrical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδοῦς — κυλινδροειδής cylindrical masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδροειδῶς — κυλινδροειδής cylindrical adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κυλινδρώδης — κυλινδρώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κύλινδρο, κυλινδρικός, κυλινδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek